σπογγαλιέας

σπογγαλιέας
και σπογγαλιεύς, ο, Ν
αλιέας σπόγγων, σφουγγαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος + ἀλιεύς / αλιέας. Η λ., στον λόγο τύπο σπογγαλιεύς, μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σπογγαλιέας — ο αυτός που αλιεύει σφουγγάρια, σφουγγαράς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπογγαλιεύς — ο, Ν βλ. σπογγαλιέας …   Dictionary of Greek

  • σπογγοθήρας — ὁ, Α σπογγαλιέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος + θήρας (< θήρα), πρβλ. χρυσο θήρας] …   Dictionary of Greek

  • σφουγγαράς — ο, Ν 1. σπογγαλιέας 2. γυμνός δύτης 3. πωλητής σπόγγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφουγγάρι + κατάλ. άς (πρβλ. γαλατ άς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”